- χαλεπαίνει
- χαλεπαίνωto be severepres ind mp 2nd sgχαλεπαίνωto be severepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαλεπαίνω — Α [χαλεπός] 1. γίνομαι χαλεπός, δυσάρεστος, δύσκολος, βαρύς, αγριεύω (α «μέγα βρέμεται χαλεπαίνων... ἄνεμος», Ομ. Ιλ. β. «εἰ καὶ μάλα περ χαλεπαίνει... χειμών», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) δυσφορώ, αγανακτώ, θυμώνω πολύ («Αἰσχύλε, λέξον, μηδ αὐθαδῶς… … Dictionary of Greek
επιζαφελής — ἐπιζαφελής, ές (Α) (ουδ.) ἐπιζαφελές οργίλο, γεμάτο οργή. επίρρ... ἐπιζαφελῶς με οργή και μνησικακία («αἰὲν ἐπιζαφελῶς χαλεπαίνει», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek